- διέραμα
- διέραμαfunnelneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διέραμα — διέραμα, το (Α) 1. στραγγιστήρι, σουρωτήρι 2. χοάνη που χρησιμοποιούσαν στο φόρτωμα σταριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < διερώ ( άω) «στραγγίζω, φιλτράρω»] … Dictionary of Greek
διεράματι — διέραμα funnel neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεραμαντίτης — διεραμαντίτης, ο (Α) [διέραμα] φορτωτής σταριών που χρησιμοποιούσε το διέραμα … Dictionary of Greek